Φάτε μάτια ψάρια

από | Νοέ 7, 2022 | Ζω ένα δράμα | 0 Σχόλια

Μαύρη Γάτα | Φάτε μάτια ψάριαΗ σχέση που έχω εγώ με τη μαγειρική είναι αυτή που έχει μια στρουθοκάμηλος με ένα ζευγάρι πατίνια. Πρώτον, καμία, δεύτερον, όσο εύκολο είναι στη στρουθοκάμηλο να φορέσει τα πατίνια που λέγαμε και να ξεχυθεί στην άσφαλτο ρολάροντας με χάρη, εξίσου εύκολο είναι και για εμένα να βάλω μια κατσαρόλα ή ένα τηγάνι πάνω σε ένα μάτι και να βγει από το σκεύος κάτι που δεν είναι σχεδόν θανατηφόρο για όποιον τολμηρό, για να μην πω ηλίθιο, το δοκιμάσει.

Πριν βιαστείτε να με χαρακτηρίσετε ως ανεπρόκοπη τεμπέλα ή ως χαμένο κορμί που τα περιμένει όλα από τους άλλους, πρέπει να σας πω πως όλα ξεκινάνε από την παιδική μου ηλικία. Είμαι θύμα λάθος παιδαγωγικής αντιμετώπισης και μιας μάνας που ήταν απολύτως πεπεισμένη πως το μακαρόνι βράζει σωστά μόνο σε μία συγκεκριμένη από τις δεκαπέντε κατσαρόλες που είχαμε στα ντουλάπια της κουζίνας, εφόσον φυσικά το ανακατέψεις με μια συγκεκριμένη από τις αναρίθμητες κουτάλες που υπήρχαν στα συρτάρια μας. Όλοι αυτοί ο μοναδικοί συνδυασμοί, ποιο σκεύος, σε ποιο μάτι, για ποιο φαΐ με ποια κουτάλα και ποιο τηγάνι, με ποιο σουρωτήρι κλπ δεν υπήρχαν σε κάποιο manual που σε περίμενε δίπλα στον τσελεμεντέ, υπήρχαν μόνο στο κεφάλι της. Έκανα το λάθος μια μέρα και αποφάσισα κι εγώ να το βράσω αυτό το μακαρόνι. Έβαλα, ανυποψίαστη, μια κατσαρόλα με νερό πάνω σε ένα μάτι και περίμενα να ανεβάσει θερμοκρασία. Ξαφνικά νιώθω μία ριπή ανέμου και κάτι να περνάει δίπλα μου με ταχύτητα roadrunner και σε χρόνο ντε τε να παίρνει την κατσαρόλα από το μάτι να αδειάζει το νερό, να ανοίγει το ντουλάπι να παίρνει μία άλλη κατσαρόλα να τη γεμίζει με νερό και να τη βάζει σε άλλο μάτι και ενώ εγώ έχω μείνει στήλη άλατος με την κουτάλα στο χέρι σαν σημαία, να μου παίρνει ΚΑΙ την κουτάλα να τη βάζει στο συρτάρι να βγάζει άλλη και αντί να τη βάλει στο δικό μου άδειο χέρι που έχει μείνει κοκκαλωμένο ακριβώς στη στάση που ήταν και πριν, να παίρνει θέση μπροστά στην κουζίνα, να ρίχνει αλάτι στο νερό και να αρχίζει να το ανακατεύει, με την καινούργια κουτάλα φυσικά. Εγώ, έξαλλη, αραδιάζοντας στο μυαλό μου αμέτρητες βρισιές για τη μάνα της μάνας μου, της πέταξα μία εφηβική κατάρα και κλείστηκα στο δωμάτιό μου, χτυπώντας δυνατά την πόρτα. Έδωσα τότε όρκο ιερό, να μπαίνω στην κουζίνα μόνο για να φάω αυτά που κάποιος άλλος είχε μαγειρέψει με αυτά που κάποιος άλλος είχε ψωνίσει. Α, και να φτιάχνω και κανένα τοστ. Ασφαλής επιλογή, μιας και στο σπίτι υπήρχε μόνο μία τοστιέρα.

Ήρθε όμως η στιγμή να αφήσω το σπίτι της μαμάς και να αποκτήσω επιτέλους τη δική μου κουζίνα με τις δικές μου κατσαρόλες (δύο) και τις δικές μου κουτάλες (άλλες δύο). Α, και ένα και μοναδικό τηγάνι. Εύκολα πράγματα, απλά. Έτσι νόμιζα δηλαδή. Έχετε ζητήσει ποτέ συνταγή από νοικοκυρά; Θα σας πω εγώ. Η απάντηση σε κάθε ερώτηση που ξεκινάει με το επίρρημα “πόσο”, πόσο αλάτι, πόσο πιπέρι, πόσο λάδι, πόσο λεμόνι, είναι πάντα η ίδια. “Με το μάτι”. Ποιο μάτι ρε μάνα; Τι διεστραμμένη μονάδα μέτρησης είναι αυτή; Χάθηκαν τα γραμμάρια; Οι λίβρες, οι οκάδες, τα απτά, τα πεπερασμένα. Το “μάτι”, ειδικά το μάτι της νοικοκυράς, είναι μια έννοια εντελώς αφηρημένη, άπιαστη και απροσδιόριστη. Σαν τους χρησμούς της Πυθίας, σαν τα διαγγέλματα των πολιτικών, τα ερμηνεύεις με χίλιους δυο τρόπους. Βάζεις το αλάτι με το μάτι, όπως και όλα τα υπόλοιπα και πριν δοκιμάσεις το φαΐ αναρωτιέσαι, θα ζήσω ή θα πεθάνω σ’ ένα φλαμένκο απάνω; Ολέ και τρις ολέ, οϊμέ και αλληλούια.

Είδα και αποείδα, οι επικλήσεις καθόλου δεν βοήθησαν πρέπει να σας πω και απελπισμένη, γιατί κάτι έπρεπε να τρώω, αποφάσισα να ζητήσω βοήθεια από την τεχνολογία. Σημειώστε εδώ παρακαλώ πως όλα αυτά που σας περιγράφω, διαδραματίζονταν πριν την επικράτηση των smartphones και του YouTube και πριν την αναγωγή των μαγείρων σε σούπερ σταρ, τον καιρό που μεσουρανούσε ο Σάκης και όχι ο Άκης. Ο Πετρετζίκης. Τουλάχιστον δεκαπέντε χρόνια πριν δηλαδή. Έρποντας λοιπόν με σχολαστικότητα αλλά και μία σχετική απελπισία στο δίχτυ του παγκόσμιου ιστού, ξετρύπωσα, κάπου στα βάθη του, τη γιαγιά Νίτσα. Και για να μη μιλάω και εγώ με γρίφους, ανακάλυψα ένα site με το ελπιδοφόρο όνομα grandma-nitsa.gr. Ευτυχώς, η γιαγιά Νίτσα δεν με απογοήτευσε. Είχε ένα μεγάλο ευρετήριο συνταγών μαγειρικής, από βραστό αυγό, μέχρι μοσχάρι Στρογκανώφ. Όλα επακριβώς καταγεγραμμένα, με τις ποσότητες σε γραμμάρια, κουταλιές της σούπας, κουταλάκια του γλυκού, ποτήρια, φλυτζάνια και άλλα τέτοια απολύτως κατανοητά. Και μετρήσιμα. Όχι σαν το μάτι της μάνας μου, όπου σαφέστατα, το μόνο πράγμα που μπορούσες να μετρήσεις ήταν η πρεσβυωπία.

Η γιαγιά Νίτσα κι εγώ λοιπόν, ξεκινήσαμε χέρι χέρι τη βόλτα μας στα μονοπάτια της μαγειρικής. Δεν πήγε και πολύ καλά αυτή η βόλτα πρέπει ομολογήσω. Ήταν γεμάτη με δυσάρεστες αποκαλύψεις. Όπως, πως για να φτάσεις να φας ένα πιάτο φαΐ, πρέπει πρώτα να πας σουπερμάρκετ και να ψωνίσεις, να μαγειρέψεις τα ψώνια και τέλος να καθαρίσεις την κουζίνα. Δηλαδή, τρεις ώρες δουλειά για κάτι που σε είκοσι λεπτά θα το έχω φάει. Το μαθηματικό μυαλό μου απεφάνθη κατηγορηματικά πως κάτι βρωμάει σε αυτή την εξίσωση και με άφησε να αναρωτιέμαι αν μαγειρεύω πολύ αργά ή τρώω πολύ γρήγορα. Άκρη δεν έβγαλα, έβγαλα όμως από το μανίκι τον άσσο που λέγεται τάπερ. Αν ανοίξετε ένα λεξικό, θα διαπιστώσετε πως το λήμμα”τάπερ” περιγράφεται ως δοχείο φαγητού το οποίο πηγαίνεις στη μάνα σου άδειο και το παίρνεις γεμάτο, με υποσημείωση του εκδότη – πλύντο τουλάχιστον πριν το ξαναπάς, μην είσαι τελείως κάφρος.

Κάπως έτσι λοιπόν, γύρισα επιδεικτικά την πλάτη στην τέχνη της μαγειρικής και πορεύτηκα στη ζωή με τα τάπερ της κυρίας Λούλας, τα βραστά λαχανικά του κυρίου Μπάρμπα-Στάθη, τα κατεψυγμένα, αυτά που ανοίγεις τη σακούλα, τα πετάς στην κατσαρόλα και σε 10 λεπτά τρως, και τους καλούς μου φίλους. Διότι για τη μαγειρική ισχύει ότι ισχύει για το εξοχικό και το σκάφος. Είναι τρεις φορές καλύτερο να το έχει κάποιος φίλος σου. Κάθε τόσο λοιπόν, όταν η κυρία Λούλα παίρνει τα ρεπά της και δεν αντέχω άλλο την παρέα του Μπάρμπα Στάθη, αναζητώ παρηγοριά στην κουζίνα των φίλων. «Φάε παιδί μου, να πάρεις κανένα κιλό» λένε οι φίλοι. Βλέπετε, στα μάτια τους είμαι ελλειποβαρής και όσο να ‘ναι η εικόνα του αδύνατου ανθρώπου που δεν ξέρει να μαγειρεύει δημιουργεί μια θλίψη και μία λυπήση στο θεατή. Σαν το κοριτσάκι με τα σπίρτα. Δεν λέω τίποτα. Τους αφήνω να δημιουργούν τις εικόνες τους, άλλωστε ποια είμαι εγώ που θα βάλει φρένο στη φαντασία τους;

Όμως αυτοί οι φίλοι είναι πολύ ψηλά στην εκτίμηση μου. Θαύμαζω τη φαντασία και το ταλέντο τους. Την ικανότητα τους να ανακατεύουν υλικά που στα δικά μου τα μάτια μοιάζουν ασύνδετα με τρόπους που για μένα είναι ακατάληπτοι και μόνα όπλα τη δημιουργικότητά τους και φυσικά “το μάτι” που προφανώς το κληρονόμησαν απ’τη μάνα τους. Σεβασμός αμέριστος λοιπόν στο φίλο μου το Γιάννη, το βασιλιά της πίτσας με σπιτική ζύμη, στη νύφη μου τη Βάλορη, τη θεά της γαριδομακαρονάδας, στη φίλη μου την Ιωάννα, την ιέρεια της σοκολατόπιτας και σε άλλους υψηλά ιστάμενους άρχοντες της γεύσης. Υποκλίνομαι.

Μαύρη Γάτα | Φάτε μάτια ψάρια
Κοινοποίηση

0 Σχόλια

Υποβάλετε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Πρόσφατα σχόλια

  1. Μαύρη Γάτα | Φάτε μάτια ψάρια
  2. Μαύρη Γάτα | Φάτε μάτια ψάρια

    Αγαπητή Πελαζύ, κλάφτε όσο θέλετε, απλά σας παρακαλώ λίγο προσοχή, μη στάξει κανένα δάκρυ στη γούνα της Πέρλας και της…

  3. Μαύρη Γάτα | Φάτε μάτια ψάρια
    Πελαζύ ντε παρί στο Μουντιάλ

    Κλαίω!!!!😂😂😂😂