Είπα κι εγώ να ξεκινήσω τρέξιμο. Πήγα λοιπόν σε ένα άουτλετ να πάρω ένα ζευγάρι παπούτσια για να μην βγω με τα all star και γίνω ρεζίλι. Διάλεξα ένα ευάερο και ευήλιο ζευγαράκι που μου ερχόταν κάλτσα στο πόδι, σόλα με αφρό για να μειώνει τους κραδασμούς, μονδέλο ένα-δύο σαιζόν πίσω για να μην πληρώσω τα μαλλιοκέφαλά μου, “θα το φάτε εδώ;” με ρώτησε το ευγενικό αγόρι, “όχι, τυλίξτε το” απάντησα εγώ και τότε μου σκάει τη βόμβα: “Ξέρετε, έχει και Bluetooth”, “ποιος;” ρωτάω εγώ αδιάφορα, ενώ ήδη τον έχω εγκαταλείψει νοητικά και κοιτάζω τα μηνύματά μου στο Messenger. “Το παπούτσι. Έχει τσιπ bluetooth!” Και μένω παγωτό, η λάτρης της τεχνολογίας… Συνεχίζει αυτός με αυτοπεποίθηση αφού είδε πως ξανακέρδισε το ενδιαφέρον μου: “Να εδώ, πάνω στο κουτί, σκανάρετε το QR code, κατεβάζετε την εφαρμογή και για να συνδέσετε τα παπούτσια θα-“, “το ‘χω!” του λέω εγώ, του αρπάζω το κουτί από τα χέρια, τρέχω ταμείο, πληρώνω, καβαλάω το μηχανάκι, φτάνω σπίτι και ήδη από τις σκάλες έχω αρχίσει να κατεβάζω την εφαρμογή. Μπαίνω σπίτι, ανοίγω το κουτί, βάζω το δεξί παπούτσι πάνω στο τραπέζι, κολλάω το κινητό δίπλα, το παπούτσι συνδέεται και KANEI FIRMWARE UPDATE!!!! Έτσι μου ‘ρχεται να βγω στο μπαλκόνι και να αναφωνήσω κοιτώντας τον ουρανό: BEAM ME UP, SCOTTY !!!
Δεν αναφώνησα τίποτα τελικά. Το κατάπια. Θες που είμαι συνεσταλμένη από τη φύση μου, θες που δεν είμαι και τόσο σίγουρη για το πόσο sci-fi literate είναι η γειτονιά, λέω άσε μη με δει ο μπάρμπας από απέναντι να λέω ασυναρτησίες με τα χέρια υψωμένα στον ουρανό και πάθει κανένα έμφραγμα. Άφησα λοιπόν τους πανηγυρισμούς στη άκρη για την ώρα και ετοιμάστηκα να κάνω κρας τεστ στο καινούργιο μου απόκτημα.
Έχω ήδη συνδέσει τα παπούτσια με το κινητό, το κινητό με το smartwatch, το smartwatch με τα παπούτσια μέσω του κινητού, τα Bluetooth ακουστικά και με το κινητό και με το smartwatch, τέλος πάντων αφού έχω κάνει όλες τις πιθανές και δυνατές συνδέσεις τα φοράω όλα, παπούτσια, ακουστικά, smartwatch, ζώνομαι το κινητό στη μέση και βγαίνω ακτινοβολόντας (κυριολεκτικά, με τόσα σήματα που πάνε πέρα δώθε πάνω μου) στο δρόμο. Εξυπακούεται πως έχω ήδη σχεδιάσει τη διαδρομή στο Google Maps, πατάω το start στο smartwatch, τσεκάρω αν μετράει τους παλμούς μου, πατάω το start στο Google Maps και με το που ακούω τη στιβαρή αντρίκια φωνή να μου λέει “head southwest”, ότι και αν σημαίνει αυτό, ξεχύνομαι στην άσφαλτο για την πρώτη μου διαδρομή.
Εκατό…, διακόσια…, τριακόσια…, τετρακόσια…, πεντακόσια μέτρα… Κάθιδρη και κατακόκκινη από την προσπάθεια, με την ανάσα κοφτή, συνηδειτοποιώ με φρίκη πως οι χάρτες της Google είναι δισδιάστατοι και πως μάλλον όλο το πρώτο χιλιόμετρο (και βάλε) της διαδρομής των πέντε χιλιομέτρων (έλεος) που έχω σχεδιάσει, είναι ανηφόρα. Το smartwatch δονείται και μου στέλνει απανωτά μηνύματα πως οι παλμοί μου έχουν χτυπήσει κόκκινο, ο ψηφιακός running coach μου δίνει συγχαρητήρια που ολοκλήρωσα το ζέσταμα και με ενημερώνει χαρωπά πως ήρθε η ώρα να ανεβάσουμε ταχύτητα και η γνωστή αντρίκια φωνή της google μου δίνει εντολή “turn left!”. Άντε να στρίψω, να δω τι θα καταλάβεις!
Στρίβω και ξαφνικά με τυλίγει ένα σύννεφο! Αυτό ήταν, σκέφτομαι, η καρδιά μου δεν άντεξε, σε λίγο θα βγω από το σώμα μου και θα δω τα πάντα από ψηλά. Η δόνηση στο smartwatch με επαναφέρει στην πραγματικότητα και με ενημερώνει πως συμπλήρωσα το πρώτο χιλιόμετρο, η μπουλντόζα που έχει σηκώσει το σύννεφο περνάει ξυστά από δίπλα μου και όταν κάτσει η σκόνη, η αλήθεια αποκαλύπτεται. “Έργα Cosmote”. Σφίγγω τα δόντια και περνώντας πάνω, δίπλα και μέσα από λακούβες και εισπνέοντας σεβαστές ποσότητες σκόνης λόγω του ακατάσχετου λαχανιάσματος, εξαπολύω μέσα μου τρομερές κατάρες εναντίον του πρωτομάστορα και χωρίς ίχνος γυναικείας αλληλεγγύης, εύχομαι να μην στεριώσει το έργο μέχρι να θάψουν τη γυναίκα του σε μια από τις λακκούβες που με μανία ανοίγει το κομπρεσέρ δίπλα στα αυτιά μου.
Επιτέλους ξαναβρίσκω άσφαλτο. Οι λακούβες φυσικά παραμένουν, ανελέητα σουβενίρ από τα έργα της ΕΥΔΑΠ, τα έργα για τα όμβρια, τα έργα της ΔΕΗ (γι’ αυτό το τελευταίο δεν είμαι σίγουρη, αλλά με τόσες τρύπες που έχει αυτή η μαρτυρική άσφαλτος, δίνω 90% πιθανότητες να έχω πέσει μέσα), χωρίς να υπολογίσω και τις λακκούβες αγνώστου προελεύσεως. Αρχίζω και σκέφτομαι να παρατήσω το τρέξιμο και να βγω στους δρόμους του Πολυδρόσου με καθαρόαιμο εντούρο. Τόσο χώμα και τόση λακκούβα, κρίμα να μένουν ανεκμετάλλευτα. Κι ενώ η ιδέα παίρνει μορφή στο μυαλό μου ο running coach με ενημερώνει πως αρκετά χαλάρωσα (ένα λεπτό περπάτησα βρε χασάπη) και η στιβαρή αντρική φωνή από το navigation της google με διατάζει. Turn right! Βρε άι σιχτίρ κι εσύ και ο άλλος, θα με πεθάνετε πριν την ώρα μου! Ακόμα κι εγώ, η άσχετη, μετά από μόλις 1000 μέτρα, το κατάλαβα! Οι ελληνικοί δρόμοι ΔΕΝ είναι για τρέξιμο! Ακόμα κι αν περάσεις την πίστα με τα έργα, σε περιμένει η πίστα με τους ξέχειλους κάδους σκουπιδιών (κάθε αναπνοή και δηλητηρίαση) και φυσικά η πίστα με τα αναρίθμητα τραπεζοκαθίσματα πασών των ταβερνών και καφετεριών, τα οποία στην μετα-covid εποχή είναι απλωμένα ανεξέλεγκτα σε δρόμους και πεζοδρόμια, ανάμεσα από τα οποία εσύ ο δρομέας πρέπει να περάσεις τρέχοντας, ΧΩΡΙΣ να κοπανήσεις το σερβιτόρο με τον ξέχειλο δίσκο ΚΑΙ χωρίς να μπουρχουκλωθείς στις ξεχαρβαλωμένες πλάκες του πεζόδρομου (πίστα μόνο για δυνατούς παίκτες).
Δεν τέλειωσα, έχει κι άλλο. Αν λοιπόν δεν καταλήξεις με δύο πίτα γύρο στο κεφάλι ή με διάστρεμμα στον αστράγαλο, υπάρχει και το τελευταίο, το υπέρτατο challenge με κωδικό όνομα “πυκνοί καπνοί” (με τη σχετική προφορά παρακαλώ). Διπλό challenge, συνδυάζει την τύχη με τη δεξιοτεχνία. Εύχεσαι και προσεύχεσαι, σαν βγεις στον πηγαιμό για τα 5 χιλιόμετρα, να είναι φαρδύς ο δρόμος και κυρίως να μην σου κάτσει μπροστά σου λέωφορειο, φορτηγό ή οποιουδήποτε τύπου και μεγέθους σακαράκα απ’ αυτές που ξερνούν μαύρους καπνούς, τίγκα σε αέρια με περίεργα ονόματα και ολέθριες επιπτώσεις στο καρδιοαναπνευστικό. Κάντε το εικόνα. Στενός δρόμος, ογκώδες όχημα, τα πεζοδρόμια φρακαρισμένα με παρκαρισμένα αυτοκίνητα κι εσύ να αναμετριέσαι με τη βρωμερή εξάτμιση. Ή εσύ ή εγώ μαδαφάκα. Σκέφτεσαι θεαματικές προσπεράσεις του τύπου πηδάς πάνω στο πορτ-μπαγκαζ του παρκαρισμένου, δίνεις άλλο ένα σάλτο στην οροφή, ρολάρεις με κωλοτούμπα στο παρμπρίζ, γλιστράς με τον πισινό στο καπώ, πηδάς στην άσφαλτο μπροστά από το ογκώδες όχημα και απομακρύνεσαι γοργά σηκώνοντας το χέρι και το μεσαίο δάχτυλο στον χοντρό, αξύριστο οδηγό που σε κοιτάζει σαστισμένος με το μισοτελειωμένο τσιγάρο να κρέμεται στο ανοιχτό στόμα του. Κι ενώ χαμογελάς στη σκέψη, ο περί ου ο λόγος οδηγός, λες και έχει κληρονομικό χάρισμα και ξέρει τι σενάρια φτιάχνει το μυαλό σου, πατάει γκάζι και σε εξαφανίζει στο πολλοστό σύννεφο καπνού και σκόνης για σήμερα ενώ εσύ σκέφτεσαι απελπισμένα, εγώ δεν είμαι δρομέας, ο Ρουβάς στη σκηνή του Fever είμαι, τόσες φορές που έχω ξεπροβάλλει μέσα από κάθε είδους νέφη.
Και τότε τον βλέπεις. Όχι το Ρουβά φυσικά. Εκείνον. Τον απόλυτο δρομέα. Το είδωλο. Το σύμβολο. Αδύνατο, στεγνό από οποιαδήποτε υποψία λίπους, με τα μάτια μισόκλειστα να κοιτάζουν ευθεία μπροστά το δρόμο, ηλιοκαμένο, με ελαφρά κυρτούς ώμους από το βάρος των χιλιάδων χιλιόμετρων που έχει στα πόδια του, με μόνο όπλο του την ατσάλινη θέληση του και μια υποψία καπέλου στο κεφάλι. Χωρίς έξυπνο ρολόι, χωρίς κινητό, χωρίς ακουστικά, σε μια διαδρομή κρυμμένη τελείως από τον ψηφιακό κόσμο και με μια ηρεμία που δεν μπορεί να την ταράξει ούτε το κακιασμένο κανίς που γαυγίζει λυσσασμένα όταν περνάει δίπλα του, ούτε το πιτσιρίκι με το ποδήλατο που κάνει σλάλομ και σούζα ταυτόχρονα κατά μήκος αλλά και κατά πλάτος του δρόμου (δε θα σε καταπιεί κι εσένα καμιά εξάτμιση σκ@τόπαιδο; εκεί να σε δω!), ούτε και καμιά άλλη προαστιακή Σκύλλα ή Χάρυβδη. Περνά δίπλα σου, γυρίζει στιγμιαία το γερακίσιο βλέμμα πάνω σου και γνέφει ελαφρά το κεφάλι, ένδειξη αγωνιστικού χαιρετισμού προς τη σύντροφο δρομέα που μάχεται κι εκείνη τα δαιμόνια των ελληνικών δρόμων. Στη συνέχεια, χάνεται στο ηλιοβασίλεμα σαν φτωχός και μόνος καουμπόι… Κι ενώ αυτό το τραγουδάκι συνεχίζει να παίζει στο κεφάλι σου, σιγά σιγά και ύπουλα μπερδεύεται με ένα άλλο αξέχαστο σουξέ που ξεκινά και θρονιάζεται στο ριπίτ, στο τζουκ-μποξ του μυαλού σου. “Θα κάτσω σπίτι, θ’ άραξω σπίτι, εγώ απόψε δεν πρόκειται να βγω, θα κάτσω σπίτι, θ’ άραξω σπίτι κι άμα πεινάσω τηγανίζω καν’ αυγό”… και κάπου εκεί, αποφασίζεις να στείλεις στο διάολο τον running coach και την αντρίκεια φωνή της google και πηγαίνοντας προς το σπίτι, να σταματήσεις στο μανάβη να πάρεις μια εξάδα αυγά.

0 Σχόλια